Η Ελληνική Δικαιοσύνη σε Ανώτατο επίπεδο, έχει εγκρίνει την πολιτική δράση του Φορέα,

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡΤΕΜΗ ΣΩΡΡΑ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

                                                                      ...//...


ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ - ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

 ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕ ΔΙΑΡΚΗ ΔΡΑΣΗ ΟΜΑΔΑΣ,  άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ. 

 Εν πρώτοις, η εγκληματική οργάνωση προβλέπεται και τιμωρείται βασικά από τις διατάξεις του άρθρου 187 παρ. 1, 3 ΠΚ.  

 Πρόκειται (ταυτόχρονα) για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού «δημόσια τάξη» και αφηρημένης διακινδύνευσης αορίστου αριθμού εννόμων αγαθών προσωπικής ελευθερίας αφενός (ως έμμεση απειλή κατά στενότερου ή ευρύτερου κύκλου προσώπων) και των λοιπών εννόμων αγαθών αφετέρου. Δημόσια τάξη είναι η κατάσταση γαλήνης, ηρεμίας, ειρήνης και ευταξίας στην κοινωνία ενός κράτους και ειδικότερα η κατάσταση στην οποία δεν προσβάλλονται με βλάβη ή διακινδύνευση τα από αυτήν επιλεγμένα ως προστατευόμενα έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου ως αποτέλεσμα της ύπαρξης ρυθμιστικής έννομης τάξης, η οποία απειλεί και επιβάλλει κυρώσεις κατά των παραβατών κανόνων δικαίου, με σκοπό να διατηρούνται αλώβητα τα ατομικά, κοινωνικά ή συλλογικά και κρατικά έννομα αγαθά. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ προστατεύονται συνολικά όλα τα έννομα αγαθά, τα οποία προστατεύονται από τις αναφερόμενες σ' αυτήν διατάξεις. Συγκρότηση ομάδας σημαίνει κάποια πρωτοβουλία και κάποιες αρχικές κινήσεις για τη στρατολόγηση προσώπων και τη δημιουργία της ομάδας. Ένταξη στην ομάδα σημαίνει την ενεργητική συμμετοχή στις εκδηλώσεις και στις δραστηριότητες της ομάδας με αποδοχή των σκοπών αυτής. Η συγκρότηση είναι στιγμιαίο έγκλημα αλλά η ένταξη στην ομάδα είναι διαρκές έγκλημα και διαρκεί όσο διαρκεί η ιδιότητα του μέλους και η ύπαρξη της ομάδας ως εγκληματικής οργάνωσης. Η ένταξη στην ομάδα ως διαρκές έγκλημα συνεχίζεται για κάποιο χρόνο και τελείται καθημερινά και όσο διαρκεί η παράνομη κατάσταση της εγκληματικής οργάνωσης και παράγεται έτσι προσβολή με διακινδύνευση των προστατευόμενων από την έννομη τάξη έννομων αγαθών.   

Περαιτέρω, απαιτείται η ύπαρξη δομημένης ομάδας, τα κυριότερα χαρακτηριστικά της οποίας θα είναι η διοίκηση αυτής. Ως δομημένη εγκληματική ομάδα νοείται αυτή η οποία συγκροτείται με εγκληματική σε βάθος χρόνου προοπτική, στην οποία η βούληση καθενός μέλους, υποτάσσεται στη βούληση της ολότητας και στην οποία τα μέλη αισθάνονται έναντι αλλήλων ως ενιαία ομάδα. Δηλαδή «δομημένη ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός εγκλήματος, αλλά προέχει ο τρόπος λειτουργίας της, ο οποίος διέπει σε τέτοιο βαθμό την εγκληματική δράση ώστε τα πρόσωπα που τη διεκπεραιώνουν να έχουν δευτερεύουσα σημασία με την έννοια ότι μπορούν να αντικατασταθούν … Η εγκληματική οργάνωση είναι έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, όπως μαρτυρεί και η Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο του Ν 2928/2001.

   Σημειωτέον ότι με την συγκεκριμένη περιγραφή δομής, ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΑ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ  ΚΟΜΜΑΤΑ,  ΣΩΜΑΤΕΙΑ, ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ κ.λ.π. Το διακριτικό γνώρισμα είναι ο χαρακτηρισμός των πράξεων ως έγκλημα και ο δόλος.  Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το ποινικό αδίκημα της συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση,  δηλαδή σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, είναι ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ, ΟΤΙ ΛΕΙΠΕΙ Η ΕΓΓΥΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΕΑΝ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΊΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ. Είναι γνωστό, ότι, σε άλλες έννομες τάξεις, π.χ. στην Γερμανική, το εν λόγω ζήτημα επιλύεται με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντίθετα με την Ελληνική έννομη τάξη, η οποία δεν διαθέτει ανάλογη νομική πρόβλεψη, με συνέπεια να επαφίεται η σχετική κρίση, κατά περίπτωση στην δικαιοδοσία, του εκάστοτε επιλαμβανόμενου Δικαστηρίου, το οποίο αποτελεί μειονέκτημα, στο βαθμό που διάφορα Δικαστήρια, ενδέχεται να εκδόσουν αντιφατικές αποφάσεις για το εν λόγω ζήτημα, με όλες τις συνέπειες που αυτό επισύρει.   

Επίσης,  για να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος, πρέπει προηγουμένως να ορίζεται στο κατηγορητήριο,  ότι:  ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΣΥΜΜΕΤΕΊΧΕ ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ,  ΜΕ ΠΟΙΑ ΔΟΜΗ  ΑΥΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ   (περιγραφή), ή εάν συμμετείχε εκ των υστέρων και πάλι πρέπει να περιγράφεται η δομή της ομάδας και ο τρόπος λειτουργίας της. Με τον τρόπο αυτό, είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί και ο δόλος του δράστη, ο οποίος στο  συγκεκριμένο αδίκημα είναι δόλος σκοπού, δηλαδή πρέπει να ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΔΡΑΣΤΗΣ, ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ  ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΜΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΤΗΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΣΕ ΑΥΤΗΝ.  

 Σε ό,τι αφορά ωστόσο την εξαρχής συγκρότηση της εγκληματικής ομάδας, πρέπει να συμπίπτει ο δόλος του δράστη, με τον δόλο των συνιδρυτών αυτής, δηλαδή πρέπει να πρόκειται εκτός από δόλο συμμετοχής σε εγκληματική  οργάνωση, με σκοπό την τέλεση συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων, πρέπει να ΣΥΝΤΡΕΧΕΙ ΚΑΙ ΔΟΛΟΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ. 

 Είναι επομένως πασιφανές, ότι στο συγκεκριμένο αδίκημα, συμπίπτουν τόσο ο ΔΟΛΟΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ της εγκληματικής ομάδας, ο οποίος είναι ΚΟΙΝΟΣ ΔΟΛΟΣ, και ο ΔΟΛΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ, ο οποίος είναι ΑΤΟΜΙΚΟΣ και μπορεί να αφορά ένα και μόνο ή περισσότερα αδικήματα, από αυτά που διαπράττει η εγκληματική οργάνωση, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ  ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ, εξ’ού και πρέπει να ορίζεται επακριβώς  ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΧΕΙ ΔΙΑΠΡΑΞΕΙ και αφετέρου πρέπει να περιγράφεται ξεχωριστά για κάθε κατηγορούμενο  ΕΑΝ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΕ ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ή απλώς  έγινε συμμέτοχος εκ των υστέρων στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, προκειμένου να μπορεί να απολογηθεί και τον δόλο που του καταλογίζεται και να διαπιστώνεται ο βαθμός της συμμετοχής του, στη δράση της ομάδας.    

 Επίσης στο αδίκημα του άρθρου 187 ΠΚ, ως γνωστόν περιλαμβάνονται οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές υποστάσεις, ως κατωτέρω αναφέρω, άλλων εγκλημάτων, οι οποίες ωστόσο εφόσον στοιχειοθετούνται, κατ’ αρχήν πρέπει να κριθούν αυτοτελώς, σε συρροή, άλλως σε περίπτωση που εντάσσονται στο πλαίσιο του άρθρου 187 ΠΚ πρέπει να τεκμηριώνεται στην κατηγορία, ο λόγος που δεν είναι άλλος από την ήδη υπάρχουσα εγκληματική οργάνωση η οποία τελεί άδικες πράξεις. Για τον λόγο αυτόν επίσης πρέπει να τεκμηριώνεται επακριβώς περιγραφικά η σύσταση ή η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, μαζί με τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται ο δράστης.  

 Επίσης, είναι για την στοιχειοθέτηση της εγκληματικής πράξεις σύστασης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, είναι κομβικό στοιχείο να αναφέρεται ότι οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο δράστης, ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΤΕΛΕΣΘΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, διότι διαφορετικά ο δράστης ή οι δράστες θα έπρεπε να κατηγορηθούν ξεχωριστά για κάθε αδίκημα ή σε συρροή, κατ’ επάγγελμα ή κατ’ εξακολούθηση, ως συμμέτοχοι, αλλά όχι ως συμμετέχοντες σε εγκληματική  οργάνωση.  Επομένως το ερώτημα είναι ποιό είναι το στοιχείο εκείνο, το οποίο επιτάσσει τα ποινικά αδικήματα, που προβέπονται και τιμωρούνται ως τελούμενα υπό την ομπρέλα της εγκληματικής οργάνωσης.  

 Η απάντηση έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, στην περίπτωση που η δράση της ΦΕΡΟΜΕΝΗΣ ΩΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, δεν αφορά αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΝΟΜΟΤΥΠΑ ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ ΜΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ, το οποίο σημαίνει ότι και η Ελληνική Δικαιοσύνη σε Ανώτατο επίπεδο, έχει εγκρίνει την πολιτική δράση του Φορέα, τον οποίο ίδρυσα και στον οποίο ανήκω και για την ΠΟΛΙΤΙΚΗ δράση του οποίου σήμερα βρίσκομαι κατηγορούμενος.  

 Η απάντηση είναι ακριβώς αυτή που αναπτύξαμε ανωτέρω, δηλαδή ο δόλος να συγκροτηθεί εγκληματική οργάνωση με συγκεκριμένη δομή, η οποία καθιστά εφικτή την τέλεση αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες πρέπει να υφίσταται δόλος.  

Επιπλέον πρέπει να στοιχειοθετείται ο δόλος εξειδικευμένα και πρωτίστως ο τρόπος με τον οποίο ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ στην περίπτωση του επισήμως συσταθέντος πολιτικού φορέα, ο δόλος τέλεσης εγκληματικής πράξης,  στα πλαίσια άσκησης νόμιμης πολιτικής  δραστηριότητας.  Το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 187 ΠΚ, διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για εγκληματική οργάνωση.

    Επομένως εάν λείπει από την κατηγορία, κάποιο από τα ανωτέρω στοιχεία η κατηγορία είναι ΑΟΡΙΣΤΗ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΕΡΕΙΤΑΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΝΑ ΑΠΟΛΟΓΗΘΕΙ  και για τον λόγο αυτόν συνιστάται παράβαση των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων υπέρ του κατηγορουμένου και η κατηγορία  ως εκ τούτου είναι ακυρωτέα ως αόριστη.  

 Επειδή στο  κατηγορητήριο  σε ό,τι με αφορά, δεν αναφέρεται ο τρόπος, ο χρόνος συγκρότησης και η δομή λειτουργίας της εγκληματικής οργάνωσης, δεν προσδιορίζεται ο χρόνος συγκρότησης,  η δομή και η λειτουργία της, επίσης δεν προσδιορίζεται η συμμετοχή μου, εάν δηλαδή συμμετείχα εξαρχής ή εκ των υστέρων στην δομή της οργάνωσης, αλλά αναφέρονται γενικά και αόριστα στο κατηγορητήριο, οι εγκληματικές πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι, ως πράξεις που δήθεν έχουν τελεστεί ως συνέπεια  της συγκρότησης, σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, χωρίς να μου αποδίδεται δόλος συμμετοχής, ή δόλος συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, ΚΑΤΑ ΤΡΟΠΟ ΔΙΑΚΡΙΤΟ από τον δόλο των επιμέρους αδικημάτων για τα οποία κατηγορούμαι, καθώς επίσης και δίχως να αναφέρεται εξειδικευμένα και με σαφήνεια ο βαθμός συμμετοχής στην φερόμενη ως εγκληματική οργάνωση. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να είμαι συγκατηγορούμενος με άλλα έξι (6) φυσικά πρόσωπα και όλοι να φερόμαστε όλοι ως διευθυντές, ή αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης, όπως προκύπτει από την κατηγορία. ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ το στοιχειο της  ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ. Επομένως, εφόσον δεν αποσαφηνίζονται τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 187 ΠΚ να αδυνατώ να απολογηθώ για το συγκεκριμένο αδίκημα. 

 Επειδή περαιτέρω  έχω τονίσει ότι το σύνολο των εκφραζομένων από εμένα απόψεων αποτελεί και θέσεις πολιτικού φορέως – κόμματος, το οποίο, σύμφωνα με το εννοιολογικό περιεχόμενο του άρθρου 29 Συντάγματος (που ναι μεν δεν λέει τί είναι κόμμα, αλλά και του άρθρου 29 Ν. 3023/2002 που θεσπίζει οριστικά τα σχετικά με την ίδρυση πολιτικού κόμματος τυπικά στοιχεία της εννοίας του πολιτικού κόμματος είναι: 

(α) ύπαρξη καταστατικού, 

(β) ιδρυτική διακήρυξη με 200 υπογραφές πολιτών εχόντων δικαίωμα ψήφου, 

(γ) κατάθεση στην Εισαγγελία Αρείου Πάγου με συγκεκριμένο αριθμό πρωτοκόλλου, 

(δ) γνωστοποίηση ονόματος, εμβλήματος βλ. άνω), έχει νομίμως ιδρυθή με όλα τα δικαιώματα που εκφράζουν και την ατομική διάσταση του δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής σε αυτό, με ειδικότερα δικαιώματα:

 α) το δικαίωμα ίδρυσης,

 β) το δικαίωμα συμμετοχής σε συνεστημένο κόμμα, 

γ) δικαίωμα μη συμμετοχής σε κανένα πολιτικό κόμμα,

 δ) δικαίωμα αποχώρησης, είτε την συλλογική διάσταση και τα ειδικότερα αυτής δικαιώματα, 

όπως: 

α) δικαίωμα εσωτερικής αυτοοργάνωσης, 

β) δικαίωμα ιδεολογικού και πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, 

γ) ελευθερία εξωτερικής δράσης, 

δ) ισότητα ευκαιριών, είτε μη περιοριζόμενα συνταγματικώς, είτε περιοριζόμενα από την «αρχή της εξυπηρέτησης ελεύθερης λειτουργίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος». 

 Το πολιτικό κόμμα, εκτός των άλλων, είναι υποκείμενο όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων που δεν προϋποθέτουν ιδιότητα φυσικού προσώπου, όπως ενδεικτικά ελευθερίας συμβάσεων 361 ΑΚ, οικονομικής ελευθερίας, δικαιώματος ιδιοκτησίας, ασύλου κατοικίας, απορρήτου επικοινωνίας, ελευθερίας τύπου, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, καθώς και δικαιώματος στην κομματική ΤΙΜΗ, την ΥΠΟΛΗΨΗ και την πολιτική ΕΙΚΟΝΑ, διευκολυνόμενα στις άνω δραστηριότητες – δικαιώματα με την πρόσθετη διασφάλιση – κτήση «νομικής προσωπικότητος» υπό τους όρους του άρθρου 29 Ν. 3023/2002, εφ’ όσον υπάρχουν οι άνω τυπικές προϋποθέσεις, χωρίς μάλιστα ουσιαστικό έλεγχο του περιεχομένου της ιδρυτικής διακήρυξης και του κατασταστικού τους, αρκεί η νομική προσωπικότητα να κατατείνη στην εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής (ΞΗΡΟΣ 2014.111) κατά την δημοκρατική ρήτρα του άρ. 29 § 1 Συντάγματος , ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΠΩΣ ΑΥΤΕΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΑΝΩ ΚΟΜΜΑ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ, ΜΗ ΑΣΚΟΥΝ ΔΡΑΣΗ ΠΟΥ ΝΑ ΘΙΓΗ ΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ.  

Επειδή το άρ. 29 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία των Ελλήνων να ιδρύσουν πολιτικά κόμματα και να μετέχουν σε αυτά ελευθέρως και να εκφράζονται ελευθέρως. 

 Επειδή η ελευθερία των κομμάτων πρέπει να περιορίζεται στη συνταγματική τους αποστολή. Έτσι δεν παρεμποδίζεται η ποινικοποίηση της συσσωμάτωσης όταν τα πολιτικά κόμματα παρεκλίνουν της συνταγματικής τους αποστολής.  

 Επειδή όμως δεν μπορεί η επίκληση της πολιτικής ελευθερίας να δικαιολογήση στην ελληνική έννομη τάξη την ύπαρξη μιας εγκληματικής ομάδος, υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος, χωρίς καμμία απολύτως δυνατότητα εφαρμογής του ποινικού νόμου, με την αιτιολογία ότι –σε επίπεδο δικαίου- δεν προβλέπεται απαγόρευση αυτού.  

 Επειδή υπό την ορθή ερμηνεία του άρθρου 29 Συντάγματος τα πολιτικά κόμματα δεν θα πρέπει να παρεμποδίζονται κατά την ενάσκηση της πολιτικής τους δραστηριότητος, τούτο όμως δεν μπορεί να ισχύη για τα εγκλήματα, τα οποία διαπράττονται ακόμα και στο πλαίσιο μιας τέτοιας δραστηριότητος.

  Επειδή, κατά κανόνα, η φυσιογνωμία της εγκληματικής οργάνωσης δεν συμβαδίζει με την υπόσταση ενός κοινοβουλευτικού πολιτικού κόμματος και μόνον. Θεωρητικά μία τέτοια δυνατότητα δεν μπορεί να αποκλεισθή (Χ. ΣΑΤΛΑΝΗΣ / Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ: ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ Η ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΩΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ; εις ΠοινΔνη 2013 σελ. 761 επ., Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ / Κ. ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ εις ΠοινΔικ 2014 σελ. 169 επ., ΑΝ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ εις ΕΔΔΔ 2014 σελ. 841, Ιφ. Καμτσίδου). Καίτοι η εγκληματική συμπεριφορά των μελών ενός τέτοιου κόμματος δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για την διάλυσή του από πλευράς συνταγματικού δικαίου (ΡΑΙΚΟΣ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, 4η έκδοση 2011 σελ. 496).  

Επειδή ωστόσο ουδόλως εμποδίζεται ο ποινικός έλεγχος της συμπεριφοράς των μελών του, ακόμα και με την εφαρμογή του άρθρου 187 ΠΚ, δηλαδή ως εγκληματικής οργάνωσης, εφ’ όσον βέβαια συντρέχουν όλα τα αναγκαία για την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος αυτού και ιδιαίτερα εφ’ όσον αποδειχθεί ότι ο σκοπός της εγκληματικής δράσης των μελών του κατατείνει στο «να ποριστεί (η εγκληματική οργάνωση – κόμμα), αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος», όπως απαιτεί ο ηυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρο 28 Συντάγματος) Ν. 3875/2010 που εκύρωσε την Συνθήκη του Παλέρμο περί οργανωμένου εγκλήματος. 

 Επειδή τα ίδια ισχύουν και για τις πολιτικές οργανώσεις και ομάδες που δραστηριοποιούνται στα πλαίσιο ενός κόμματος ή αυτόνομα χωρίς την ύπαρξη κόμματος – ομπρέλα. Αν τα φυσικά πρόσωπα (ηγέτες, μέλη και οπαδοί) αποκλίνουν από τον πολιτικό τους σκοπό και ενωθούν προς διάπραξη εγκλημάτων, εννοείται πάντοτε με σκοπό «να ποριστεί (η πολιτική οργάνωση ή ομάδα), αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος», αν δηλαδή το κόμμα, η πολιτική όργάνωση ή η ομάδα μεταλλαχθούν σε εγκληματική οργάνωση, τύπου μαφίας, τότε χωρεί επ’ αυτών η εφαρμογή του άρθρου 187 ΠΚ. 

 Επειδή αν δεν συντρέχει αυτός ο σκοπός (αποκόμιση οικονομικού οφέλους) και οι βίαιες εγκληματικές συμπεριφορές των μελών του κόμματος ή της οργάνωσης (και όχι απλώς το φρόνημά τους) κατατείνουν λόγω πολιτικής ιδεολογίας και πεποιθήσεων σε άλλους σκοπούς και επιδιώξεις, (λ.χ. βίαιη κατατρομοκράτηση ή και εξόντωση των αντιπάλων, ακόμα και βίαιη πολιτική επικράτηση), τότε η συμπεριφορά τους, έστω και αν η συσσωμάτωσή τους εμφανίζει ομοιότητα προς τη δομή της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 ΠΚ, πρέπει να ελεγχθεί ποινικά με βάση άλλες πλέον πρόσφορες διατάξεις, δηλαδή δεν διώκεται ως εγκληματική οργάνωση ένα κόμμα που δεν επιδιώκει οικονομικό όφελος, έστω και αν μοιάζει με εγκληματική οργάνωση.  

 Στην περίπτωσή μας, όχι μόνον δεν υπάρχει αυτό εκ μέρους της ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ, αλλά υφιστάμεθα βία εκ μέρους παρακρατικών ομάδων, αφού μας έχουν επιτεθεί και έχουν βανδαλίσει και σε ορισμένες περιπτώσεις κάψει, με κίνδυνο ανθρώπων, πάνω άπό διακόσιες φορές σε γραφεία μας, πράγμα που γνωρίζουν οι αρμόδιες αρχές, έχει καταγγελθεί σ' αυτές, χωρίς όμως στην περίπτωσή μας κανένα αποτέλεσμα. 

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΛΕΡΜΟ 2000: 

 Επειδή σε υπερεθνικό επίπεδο η σημαντικότερη εξέλιξη εντοπίζεται στη «Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος», που υπεγράφη το 2000 στο Παλέρμο της Ιταλίας από 184 κράτη (μεταξύ αυτών και από την Ελλάδα) στα πλαίσια της διάσκεψης του ΟΗΕ, κατά το διάστημα από 12 έως 15 Δεκεμβρίου. Στη σύμβαση αυτή οριοθετείται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης. 

 Επειδή στο άρθρο 2 περ. α΄ αυτής ορίζεται ότι ως «οργανωμένη εγκληματική ομάδα νοείται η δομημένη ομάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων, που υπάρχει για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί με κοινό σκοπό τέλεσης ενός ή περισσοτέρων σοβαρών εγκλημάτων ή εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, προκειμένου να ποριστεί, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος». 

ΑΘΕΜΙΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ Η΄ ΑΛΛΟ ΥΛΙΚΟ ΟΦΕΛΟΣ: 

Επειδή το στοιχείο του επιδιωκόμενου από την εγκληματική οργάνωση πορισμού αθεμίτου οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους: α) είναι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος, που κατά την Σύμβαση του Παλέρμο πρέπει να συνοδεύει την τυποποίησή του στις εθνικές έννομες τάξεις των συμβληθέντων κρατών (Μ. ΚΑΪΑΦΑ – ΓΚΜΠΑΝΤΙ: ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟΥ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΕ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ, μελέτη εις ΠοινΔνη 2005.1435 επ., ιδίως 1445 όπου στην σημ. 60 και άλλες παραπομπές), διότι β) αποτελεί ειδοποιό διαφορά της εγκληματικής οργάνωσης (Α. Τζανετής: Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νέο άρ. 187 ΠΚ εις ΠΧ 2001.1016) έναντι άλλων μορφών οργανωμένου εγκλήματος που δεν κατατείνουν στον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, όπως λ.χ. είναι οι τρομοκρατικές οργανώσεις ή άλλους είδους οργανώσεις και μορφώματα, κινούμενα από ιδεολογικούς σκοπούς και κίνητρα. γ) ο σκοπός αυτός μάλιστα, όντας βασικός για την οριοθέτηση της εγκληματικής οργάνωσης, επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 5 § 1 της Συμβάσεως του Παλέρμο. 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΕΡΜΟ: 

 Επειδή στην ανωτέρω Σύμβαση προσχώρησε και η Ευρωπαϊκή Ένωση με την Απόφαση 2004/579/ΕΚ του Συμβουλίου της 29-4-2004 (EEL 261 της 6-8-2004, σελ. 69).  

ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΕΡΜΟ:  

Επειδή τέσσερα έτη αργότερα, εκδόθηκε και η Απόφαση – πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24-10-2009 (EEL της 11-11-2008, σελ. 42) «για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος», η οποία σε γενικές γραμμές ταυτίζεται κατά το περιεχόμενο με τη «Σύμβαση του Παλέρμο». Μάλιστα ρητά αναφέρεται ότι βασίζεται στη σύμβαση του Παλέρμο (βλ. αρ. 6 εισαγωγικών).

 ΨΗΦΙΣΜΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ: 

 Επειδή ομοίως στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στην Ε.Ε. (210/2309 ΙΝΙ), όχι μόνο γίνεται αναφορά στο ότι «η δράση του οργανωμένου εγκλήματος έχει ως στόχο, αλλά και βασίζεται στην αποκόμιση οικονομικού οφέλους» (παρ. Δ), αλλά και στις προτάσεις της προς την Επιτροπή στην παρ. 14 με τίτλο «εξάλειψη βαθιά ριζωμένων στην Ε.Ε. εγκληματικών οργανώσεων τύπου «μαφίας» προτρέπει την Επιτροπή «να εκπονήσει πρόταση οδηγίας, με σκοπό την ποινικοποίηση σε όλα τα κράτη – μέλη των σχέσεων με εγκληματικές οργανώσεις τύπου μαφίας ή άλλα εγκληματικά κυκλώματα, έτσιι ώστε να μπορούν να διώκονται οι εγκληματικές οργανώσεις που αποκομίζουν κέρδη…». Είναι βέβαια αλήθεια ότι, όσο και αν μία απόφαση-πλαίσιο παραλληλίζεται με μία οδηγία, πρόκειται για διαφορετικό νομικό κείμενο ενός πυλώνα με διακυβερνητικά χαρακτηριστικά (Δ. ΚΙΟΥΠΗΣ – Δ. ΜΟΥΖΑΚΗΣ: ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ – ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ Ε.Ε., Αθήνα 2011), που δεν μπορεί να αναπτύξει από μόνο τουτ άμεσο αποτέλεσμα (Ε. ΣΑΧΠΕΚΙΔΟΥ ΣΕ Π. ΣΤΑΓΚΟΥ – Ε. ΣΑΧΠΕΚΙΔΟΥ: ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΚ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΕ 2000 σελ. 227-228), ενώ η τυχόν παραβίαση για την μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη κατά τον τρόπο που επιθυμεί η ΕΕ δεν συνδέεται σε καμμία περίπτωση με τις συνέπειες των παραβιάσεων του παράγωγου δικαίου του κοινοτικού πυλώνα. Ωστόσο, ο εθνικός νομοθέτης κάθε κράτους – μέλους οφείλει να μεταφέρει το περιεχόμενο των ρυθμίσεων της ανωτέρω Απόφασης – πλαίσιο στην εσωτερική έννομη τάξη και, εάν δεν το έχει πράξει, δηλαδή να τυποποιήσει με νόμο το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης με περιεχόμενο σύμφωνο και συμβατό με το περιεχόμενο της Απόφασης – πλαίσιο και της Σύμβασης του Παλέρμο, ή εάν έχει τυποποιήσει ήδη το αδίκημα, αλλά με άλλα (λιγότερα ή περισσότερα, πάντως ποιοτικά διάφορα) στοιχεία, οφείλει να τροποποιήσει την υφισταμένη διάταξη και να προσαρμόσει ώστε να τελεί σε συμφωνία με την Απόφαση – Πλαίσιο και την Σύμβαση του Παλέρμο (Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι ό.π. σελ. 1445). Αν δεν το πράττει αυτό, τα δικαστήρια, εφαρμόζοντας τις θεμελιώδεις για το ποινικό δίκαιο αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας, οφείλουν να «ακυρώνουν» τις ασύμβατες προς τα διεθνή αυτά νομικά κείμενα επιλογές, προσθέτοντας εκείνα τα ελλείποντα από εθνικούς νομικούς ορισμούς στοιχεία (ΕΛ. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ – ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ: ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΕ εις ΠΧ 2006.865).

                                                                       ...//...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Οφειλέτης (Αμερικανικο δημοσιο) δεν αναιρεί την ύπαρξη της τιμολογηθείσης οφειλής

Η ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ 600 ΚΑΙ η στάση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ