Δεν ευσταθεί συνταγματικώς και νομικώς κατηγορία σε πολιτικό κόμμα ότι είναι εγκληματική οργάνωση
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡΤΕΜΗ ΣΩΡΡΑ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
...//...
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΡΟΣ ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΑΛΕΡΜΟ:
Επειδή ο Έλληνας νομοθέτης, εναρμονιζόμενος κατ’ αρχήν με τις προβλέψεις της Σύμβασης του Παλέρμο πριν ακόμα την κυρώσει με νόμο, τυποποίησε το «οργανωμένο έγκλημα» με τον Ν.2928/2001, με τον οποίο τροποποίησε το άρθρο 187 ΠΚ. Στο νέο άρθρο προσδιορίσθηκε η νομοτυπική μορφή της εγκληματικής οργάνωσης έχοντας ως πρότυπο και την διάταξη της παρ. 129 του γερμανικού ποινικού κώδικα (Χ. ΣΑΤΛΑΝΗΣ / Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ: ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ Η ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΩΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ; εις ΠοινΔνη 2013 σελ. 761 επ., Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ / Κ. ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ εις ΠοινΔνη 2014 σελο. 169 επ.).
ΓΙΑΤΙ ΑΡΧΙΚΑ ΕΘΕΣΠΙΣΕ ΤΟ άρθρο. 187 ΠΚ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ Η΄ ΑΛΛΟ ΥΛΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ:
Επειδή ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης στο άρθρο 187 ΠΚ είναι ανάλογος με τον αντίστοιχο ορισμό, που υιοθετήθηκε στο άρθρο 2 α΄, Παράρτημα 1 της Σύμβασης του Παλέρμο (και στο άρθρο 1 παρ. 1 της Απόφασης-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24-10-2008), ο οποίος ορίζει την εγκληματική οργάνωση ως δομημένη ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα, που υφίσταται για ορισμένη περίοδο χρόνου και ενεργεί συντονισμένα με σκοπό να διαπράξει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα και προκειμένου να αποκομίσει, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος. Από την σύγκριση, όμως, των ορισμών που δίνονται για το οργανωμένο έγκλημα στη Σύμβαση του Παλέρμο και στην Απόφαση – πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. αφ’ ενός και στο άρ. 187 ΠΚ αφ’ ετέρου, προκύπτει ότι στο δεύτερο δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του οργανωμένου εγκλήματος, ο σκοπός, αμέσου ή εμμέσου, προσπορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, ο οποίος αντιθέτως κατά τα οριζόμενα στα ανωτέρω διεθνή κείμενα αποτελεί ειδοποιό γνώρισμα της εγκληματικής οργάνωσης. Η διαφορά αυτή είναι ουσιώδης, διότι η ανωτέρω επιδίωξη, η οποία καθιστά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος υπερχειλή, είναι σύμφυτη με το οργανωμένο έγκλημα (Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ ο.π. σελ. 1016, Φ. ΡΙΖΑΒΑ: ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΈΓΚΛΗΜΑ, Αθήνα 2012 σελ. 383 επ., Α. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ εις ΠοινΔνη 2014.65 επ.). Η παραίτηση του Έλληνα νομοθέτη από την πρόσθετη υποκειμενική προϋπόθεση του σκοπού του οικονομικού οφέλους ξενίζει για δύο λόγους: Πρώτον, διότι αποκλίνει από το ακολουθούμενο κατά τα λοιπά νομοθετικό πρότυπο της Σύμβασης του Παλέρμο και αντιφάσκει προς την ίδια την Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου, η οποία υπογραμμίζει τον χαρακτήρα του οργανωμένου εγκλήματος ως κεδροφόρας επιχείρησης. Και δεύτερον, επειδή θεσπίζεται μία διευρυμένη έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία απομακρύνεται από τη σύγχρονη θεώρηση του οργανωμένου εγκλήματος ως οικονομικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται κερδοσκοπικά στην παράνομη αγορά (Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ ο.π. σελ. 1016, 1017). Η διαφοροποίηση αυτή εξηγείται ιστορικά ως προσπάθεια του Έλληνα νομοθέτη να «χωρέσει» στον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος και το φαινόμενο της τρομοκρατίας, όπου τα κίνητρα είναι κατά βάση πολιτικά και ιδεολογικά (Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ: ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Θεσσαλονίκη 2002 σελ. 107). Πράγματι, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλος επιβεβαιώνει την άποψη αυτή, αναφέροντας προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών, ότι ο Έλληνας νομοθέτης επίσημα και δημόσια έχει διακηρύξει ότι επεξέτεινε τα μέτρα που προβλέπονταν για το οργανωμένο έγκλημα στη Σύμβαση του Παλέρμο και στις τρομοκρατικές οργανώσεις, αφαιρώντας το περιοριστικό κριτήριο της επιδίωξης οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, ακριβώς γιατί έκρινε ότι η κοινότητα πολλών χαρακτηριστικών μεταξύ των δύο φαινομένων μπορούσε να δικαιολογήσει την αναγωγή μεταξύ τους σε μία έννοια γένους για την πρόβλεψη των ίδιων συνεπειών (Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΕΛΕΤΕΣ Ι, ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, Αθήνα 2007, σελ. 600-632).
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ Η΄ ΑΛΛΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΟ Ν. 3251/2004 άρ. 40 § 1:
Ωστόσο, ο σκοπός αυτός, στον οποίο απέβλεψε τότε ο Έλληνας νομοθέτης, θεραπεύθηκε και ικανοποιήθηκε τρία έτη αργότερα, οπότε με το άρθρο 40 § 1 Ν. 3251/2004 το έγκλημα της τρομοκρατικής οργάνωσης και των τρομοκρατικών πράξεων τυποποιήθηκε με ειδική και αυτοτελή μορφή στο άρθρο 187 Α΄ ΠΚ. Έτσι, εξέλιπε πλέον η ανάγκη αυτή και a contrario πρέπει να γίνει δεκτό, με βάση την ιστορική, βουλητική και τελολογική ερμηνεία ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν επιθυμεί πλέον τη διευρυμένη ως άνω έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά αντίθετα, συστοιχούμενος και με τις επιταγές της διεθνούς έννομης τάξεως (Συμβούλιο Παλέρμο και Απόφαση-πλασίο της ΕΕ), ως έχει έννομη υποχρέωση, επιθυμεί εκείνον τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης που προβλέπουν τα κείμενα αυτά, κατά συσχετική συμπληρωτική ερμηνεία.
Επειδή, εν όψει όλων αυτών των νομικών και πραγματικών δεδομένων, επειδή η διάταξη του άρθρου 187 ΠΚ παρίσταται (ως προς το ανωτέρο ειδικό στοιχείο) ασύμβατη προς τις επιταγές του υπερεθνικού νομοθέτη, επί πλέον δε κατέστη εκ των υστέρων ανακόλουθη προς τον δεδηλωμένο σκοπό του Έλληνα νομοθέτη (να παραλείψει το σκοπό πορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους για να «χωρέσει» μέσω αυτής της διευρύνσεως στον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος και το φαινόμενο της τρομοκρατίας), για την κατανόηση της αληθούς εννοίας του άρθρου 187 ΠΚ, η προσφυγή μόνο στη γραμματική ερμηνεία πρέπει να αποκλεισθεί.
Επειδή ορθότερο είναι η αναζήτηση του αληθινού νοήματος να γίνει κυρίως με κριτήρια ιστορικά και στα πλαίσια πάντοτε της αναζήτησης της βούλησης του Έλληνα νομοθέτη. Για τις επιλογές του Έλληνα νομοθέτη βασικό ρόλο διαδραμάτισαν, για την θέσπιση αυτοτελούς ειδικού ποινικού άρθρου (187 ΠΚ), οι προβλέψεις των προαναφερομένων δύο υπερεθνικών κειμένων.
Επειδή υπό το βάρος των διεθνών αυτών κειμένων, αλλά και στα πλαίσια που αυτά διαγράφουν (αφού από το 2004 εξέλιπε πλέον ο λόγος υπαγωγής και των τρομοκρατικών οργανώσεων στο ανωτέρω άρθρο), η ερμηνεία του πρέπει να περιορισθεί στα όρια που αυτά προσδριορίζουν.
ΚΥΡΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΑΛΕΡΜΟ ΜΕ Ν. 3875/20-9-2010 – ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΑΘΕΜΙΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ Η΄ ΑΛΛΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ:
Επειδή εν τέλει η Σύμβαση του Παλέρμο κυρώθηκε στην Ελλάδα με το άρθρο πρώτο του Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α΄/αριθ. φύλλου 158/20-9-2010) και έκτοτε έχει την (υπερνομοθετική) ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 §1 Συντάγματος για τις διεθνείς συμβάσεις: «…Οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ, σύμφωνα με τους όρους κάθε μίας, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου…». Δηλαδή με την κύρωση της η Σύμβαση έχει άμεση και υπερνομοθετική μορφή στο εθνικό μας δίκαιο.
Επειδή επομένως ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης που διαλαμβάνεται στην υποκειμενική υπόσταση της νομοτυπικής μορφής του αδικήματος (ως στοιχείο του υπερχειλούς δόλου) το σκοπό της εγκληματικής οργάνωσης «να ποριστεί, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος» από τη δράση της, υπερισχύει του ορισμού που διατύπωσε με ευρύτερο τρόπο ο εθνικός νομοθέτης.
Επειδή υπερισχύει μάλιστα, όχι όπως πριν την κύρωση ερμηνευτικά, αλλά ως αναπόσπαστο πλέον μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου. Η υπεροχή αυτή της Σύμβασης σημαίνει ότι όλα τα εθνικά όργανα, ιδίως τα δικαστήρια, οφείλουν να την εφαρμόζουν άμεσα, είτε ερμηνεύοντας κατάλληλα (σύμφωνα με τη Σύμβαση) το εθνικό δίκαιο, είτε παραμερίζοντας διατάξεις του, που θέτουν όρους ασυμβίβαστους με τη Σύμβαση (ΣΤ. ΜΑΤΘΙΑΣ: ΕΣΔΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ, Αθήνα 1999 σελ. 17 και 18)
. Επειδή είναι αλήθεια ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης του Παλέρμο «αντικείμενο αυτής της σύμβασης είναι η προαγωγή της συνεργασίας για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος».
Επειδή η Σύμβαση εφαρμόζεται τόσο για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη εγκλημάτων, «σοβαρών» εγκλημάτων «διεθνικής φύσεως», που αφορούν οργανωμένη εγκληματική ομάδα (3.1 β΄), όσο και για την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη εγκλημάτων, που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρ. 5, 6, 8 και 23 αυτής (3.1 α΄), χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται τα εγκλήματα αυτά να έχουν διεθνικό χαρακτήρα. Επομένως μπορεί να είναι και εθνικής μόνον εμβέλειας.
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΩΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΗΥΞΗΜΕΝΗΣ ΜΑΛΙΣΤΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ:
Επειδή η ενσωμάτωση μιας διεθνούς σύμβασης στην εθνική έννομη τάξη δεν την εξομοιώνει βέβαια με νόμο, ούτε την καθιστά νόμο του κράτους, αλλά τμήμα του εσωτερικού δικαίου. Καθιστά όμως δεσμευτικές για όλα τα όργανα του Κράτους, άρα και για τα δικαστήρια, όλες τις διατάξεις της (κυρωθείσας) διεθνούς συμβάσεως. Ο άμεσος δεσμευτικός χαρακτήρας της συμβάσεως γεννά για το Δικαστή υποχρέωση εφαρμογής των διατάξεών της και κύρωση της παραβίασής τους από τη νομοθετούσα ή διοικούσα πολιτεία (ΑΝΤ. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ: Η ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΣΔΑ εις ΝοΒ 2008.2541 επ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η υποχρέωση του Δικαστικού λειτουργού να προβαίνει και αυτεπάγγελτα σε έλεγχο της συμβατότητας ενός νόμου προς τις διεθνείς συμβάσεις και ιδιαίτερα σ’ αυτές που σχετίζονται με τα δικαιώματα του ανθρώπου, άρα και με τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 87 παρ. 2, 25 παρ. 1 και 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Επειδή ο Δικαστής, ελέγχοντας την ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας συγκροτήσεως και εντάξεως κάποιου σε εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 ΠΚ, η οποία του αποδόθηκε με βάση τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης που υιοθετεί ο ΠΚ, οφείλει με βάση την αρχή της νομιμότητος, για την ουσιαστική κατάφαση της κατηγορίας, να λάβει υπ’ όψη του τον ορισμό της (κυρωθείσας) Συμβάσεως του Παλέρμο και να προσθέσει στα αναγκαία στοιχεία για την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του αδικήματος και δη στην υποκειμενική του υπόσταση, τον προβλεπόμενο από τη διεθνή σύμβαση σκοπό της εγκληματικής οργάνωσης «να ποριστεί, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος».
Επειδή ο εθνικός νομοθέτης, αν και έχει υποχρέωση, δεν προχώρησε ακόμη σε μία ανάλογη τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ, ώστε να προστεθεί σε αυτό και ο ανωτέρω σκοπός. Το γεγονός ότι η επιδίωξη οικονομικού κ.λπ. οφέλους από την εγκληματική οργάνωση συνιστά κατά την πρόβλεψη του ΠΚ (άρ. 187 § 6) την επιβαρυντική περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκπλήρωση των απορρεουσών από τη διεθνή σύμβαση υποχρεώσεων της πολιτείας να την καταστήσει πλήρως εθνικό δίκαιο, διότι στο βασικό αδίκημα (παρ. 1), στο οποίο η Διεθνής Σύμβαση αξιώνει να εμπεριέχεται ο δικός της ορισμός για το οργανωμένο έγκλημα, ο όρος αυτός εξακολουθεί να μην υπάρχει ως αναγκαίο στοιχείο καταφάσεως του αδικήματος. Η ως άνω επιβαρυντική περίπτωση, έστω και αν για την κατάφασή της προϋποθέτει ως δόλο σκοπού την επιδίωξη οικονομικού οφέλους, εν τέλει αναφέρεται σε ένα, διαφορετικό ποιοτικά, βασικό αδίκημα. Γι’ αυτό και η διατύπωση αυτής της επιβαρυντικής περιπτώσεως κατακρίθηκε ως «άστοχη» (Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ ο.π. σελ. 120, Φ. ΡΙΖΑΒΑ ο.π. σελ. 394).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ:
1. Δεν ευσταθεί συνταγματικώς και νομικώς κατηγορία σε πολιτικό κόμμα ότι είναι εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 ΠΚ, εφ’ όσον δεν επιδιώκει πολιτικά αθέμιτο οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος και σε κάθε περίπτωση εφ’ όσον συγχρόνως η λειτουργία του και ενέργειά του δεν παραβιάζουν τον πυρήνα δικαιωμάτων της δημοκρατικής αρχής.
2. Συνεπώς, ως πολιτικό κόμμα άρ. 29 Συντάγματος και άρ. 29 Ν. 3023/2002 δικαιούμεθα ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, εφ’ όσον μάλιστα δεν μας προσήφθη ποτέ κατηγορία ότι παραβιάζουμε την «σπονδυλική στήλη των δικαιωμάτων της δημοκρατικής αρχής».
3. Υπό αυτήν την έννοια είναι ασύμβατος η πρόσαψη κατηγορίας για εγκληματική οργάνωση άρ. 187 § 1 ΠΚ, αλλά και για τις λοιπές εγκληματικές πράξεις και κυρίως της ποινικοποιήσεως μίας απόψεως διεθνο-οικονομικονομικής συνθέτου μορφής διεκδικήσεως, η οποία προσδίδεται ψευδεπιφατικώς ως απάτη κακουργηματικής μορφής, χωρίς ειδικότερη αναφορά στην συγκρότηση ή μη των δογματικών της στοιχείων.
Επειδή οι αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της νομιμότητος συνιστούν εκφάνσεις της αρχής του κράτους δικαίου.
Επειδή τα θεμελιώδη και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου προστατεύονται από το Σύνταγμα, τις συναφείς Διεθνείς Συμβάσεις (ΕΣΔΑ, ΔΣΑΠΔ) και, μετά την θέση της Συνθήκης της Λισαβόνας σε ισχύ, από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, κατά τον οποίο οι τιθέμενοι κατά την άσκησή τους περιορισμοί δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους προβλεπόμενους από το γράμμα των διατάξεων της ΕΣΔΑ. [αρχή της νομιμότητας -nullum crimen, nulla poena sine lege, άρ. 7 παρ. 1 Συντ., 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ, 49 ΧΘΔΕΕ, 1, 14 ΠΚ) και διακρίσεις αυτής (lex praevia, stricta, scripta, certa)].
Επειδή το δικαίωμα έκφρασης, στο οποίο κατ’ εξοχήν περιλαμβάνεται η ελευθερία διάδοσης ιδεών και πληροφοριών, αποτελεί βασικό θεμέλιο τόσο της δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας και διακυβέρνησης όσο και της λαϊκής κυριαρχίας, παράλληλα δε συνιστά πρωταρχική προϋπόθεση για την ελεύθερη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου, λειτουργώντας παιδαγωγικά και ενσταλάζοντας στους πολίτες την ανοχή προς ιδέες και πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν.
Επειδή η ελευθερία της έκφρασης εκτείνεται σε ζητήματα δημοσίου συμφέροντος, όπως τα ιστορικά γεγονότα, και περικλείει την διατύπωση και διάδοση εκδοχών διαφορετικών από εκείνες που αποτελούν τις κατά πλειοψηφίαν αποδεκτές, καθόσον αφ’ ενός μεν «κρατική αλήθεια» δεν νοείται, αφ’ ετέρου δε η διάκριση των απόψεων σε «ορθές» και «λανθασμένες» αντιβαίνει στο πνεύμα ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος, δεδομένου μάλιστα ότι η έκφραση τέτοιων απόψεων δεν θέτει εν κινδύνω την δημόσια τάξη.
Επειδή περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης δεν τίθενται από την διάδοση ιδεών αντίθετων προς το Σύνταγμα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια in abstracto, εκτός εάν οι ιδέες αυτές θέτουν σε κίνδυνο τον σκληρό πυρήνα της λειτουργίας του κράτους και προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, τα οποία τέμνονται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ανάγονται σε αυτοτελείς συνταγματικές ελευθερίες, σε κάθε δε περίπτωση οι εν λόγω περιορισμοί πρέπει αφ’ ενός μεν να ερμηνεύονται συσταλτικά και αυστηρά, αφ’ ετέρου δε να υπαγορεύονται από επιτακτική κοινωνική ανάγκη.
ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 386 ΠΚ
Σε ό,τι αφορά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 386 ΠΚ αυτή συνίσταται στον σκοπό να αποκομίσει κάποιος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε σκοπό παράλειψη ή ανοχή με την γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Εφόσον απουσιάζει έστω κι ένα από τα εν λόγω επιμέρους στοιχεία της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης τότε δεν στοιχειοθετείται κατηγορία που να βασίζεται στο συγκεκριμένο άρθρο.
Επιβαρυντικό της απάτης είναι και το άρθρο 1 παρ. 1,3,4, του Ν. 1608/1950, σύμφωνα με το οποίο "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης".
Επειδή δεν υπάρχει ούτε απόκρυψη και δη αθέμιτη, με την οποία μεταβάλλεται η πραγματική κατάσταση ώστε ο φερόμενος ως πλανόμενος να παρεμποδίζεται να λάβη γνώσιν της αληθείας, αλλά τουναντίον παροτρύνεται να τα ελέγξη (ΑΠ 1310/1989 εις ΝοΒ 37.1269, ΑΠ 116/1990 εις ΠΧ Ν.973).
Επειδή ο φερόμενος ως παθών (η ΤτΕ ή το Ελληνικό Δημόσιο κ.λπ.) δια του κομματικού (έστω) ισχυρισμού «δεν εστερήθη (ούτε στιγμή) της δυνατότητος αυτοπροστασίας του» έναντι των προβαλλομένων ισχυρισμών: διότι έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, δυνατότητα, στελέχωση, οργάνωση και ειδικές γνώσεις και υποχρέωση να ελέγξη δια την οργάνων του την αξιοπιστία του προβληθέντος ισχυρισμού (φερόμενος) περί τους άνω ΙΟΒΕ και μάλιστα αυτό εζητήθη αρχήθεν και ζητείται και σήμερον επιμόνως και διαφανώς και συνεπώς δεν υπάρχει ψευδής γεγονοτική παράσταση, αφού έτσι δεν υπάρχει δυνατότης αιτιώδους και αμέσου προκλήσεως πλάνης (ακούσιας διάστασης βουλήσεως προς ακολουθητέα δήλωση περιουσιακής διάθεσης) και επέκεινα αιτιωδώς και αμέσως και αναγκαστικώς προκλητέας βλάβης και μάλιστα ευρισκόμενης σε ολική αντιστοιχία με αντίστοιχο υλικό ή οικονομικό και δη αθέμιτο όφελος κάποιου συγκεκριμένου ατόμου με περαιτέρω αποτέλεσμα λόγω ελλείψεως οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους και δη αθεμίτου ΝΑ ΜΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΨΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ κατ’ άρθρο 187 ΠΚ ως τούτο προκύπτει μετά την επικύρωση της συνθήκης του Παλέρμο με τον Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ Α΄/αριθ. φύλλου 158/20-9-2010) και αφού έχει ψηφισθή και ο περί τρομοκρατικών οργανώσεων Ν. 3251/2004, που θα εδικαιολογούσε κατηγορία δι’ εγκληματική οργάνωση και χωρίς υλικό ή οικονομικό όφελος, πέραν του ότι αποκλείεται ο σκοπός οφέλους δια τον παραστώντα.
...//...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου