Ελαυνόμενος από την αγάπη μου προς την Πατρίδα και τους Έλληνες...

 

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡΤΕΜΗ ΣΩΡΡΑ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

                                                             ...//...


ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 191 ΠΚ 

 Ομοίως σε ό,τι αφορά το αδίκημα του αρθρου 191 ΠΚ περί διασποράς ψευδών ειδήσεων, πρέπει να αναφέρεται στην κατηγορία,  σε αντιπαραβολή με την φερόμενη ψευδή είδηση, το αληθές στοιχείο αυτής, ώστε να προκύπτει επακριβώς το ψευδές της είδησης και να έχει πλήρη περιγραφή η πράξη προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο δόλος και να μπορεί ο δράστης  να απολογηθεί σε σχέση με την αλήθεια. Διότι άλλως, ο γενικός αφορισμός, ό,τι δήθεν όσα ισχυρίζεται ο δράστης είναι ψευδή, χωρίς να  τεκμηριώνεται σε σχέση με το αληθές του ισχυρισμού, στερεί από τον κατηγορούμενο την δυνατότητα να απολογηθεί και να αποδείξει ότι δεν είχε ούτε καν ενδεχόμενο δόλο.  

 Επίσης κατά την αληθή έννοια της διατάξεως  191 ΠΚ περί διασποράς ψευδών ειδήσεων, που αποβλέπει στην προστασία της υπό στενή έννοια δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο Κράτος, ευταξίας, συνεπεία της γενικής υποταγής, στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα, συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή άποψη της, στην επιβολή της Κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της, στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών, οι αναφερόμενες σε αυτήν, ψευδείς ειδήσεις και φήμες, πρέπει να είναι επιτήδειες, να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όσον αφορά την ικανότητα της Κρατικής εξουσίας, προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης και την πεποίθησή των περί της διατηρήσεως της ειρηνικής διαβιώσεώς των, εντός του Κράτους. (ΑΠ 1519/2004) αποτελεί πλημμεληματικού χαρακτήρα αδίκημα, στρέφεται κατά του συνόλου, είναι έγκλημα εξωτερίκευσης. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος έστω κι ενδεχόμενος, ο οποίος συνίσταται στην γνώση, ότι με την ενέργειά του ο δράστης διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς δηλώσεις ειδήσεις ή φήμες, ικανές να επιφέρουν φόβο ή ανησυχία στους πολίτες.  

  Στην κατηγορία που μου αποδίδεται, ενώ  ολόκληρη η πολιτική δράση του Πολιτικού Φορέα, μου καταλογίζεται ως διασπορά ψευδών ειδήσεων, εντούτοις δεν αποσαφηνίζεται και δεν περιγράφονται οι πράξεις σύμφωνα με τις οποίες αποδείχτηκε το αληθές της κατηγορίας και δεν μου αποδίδεται συγκεκριμένος δόλος, πέραν του χαρακτηρισμού της ψευδούς είδησης, για την οποία μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι έχω ήδη αθωωθεί με την με αριθμ. 67650/2013 αμετάκλητη  απόφαση του Η΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η συγκεκριμένη απόφαση, που αφορά την ύπαρξη των εξακοσίων δισεκατομμυρίων δολλαρίων, κατατεθειμένων υπέρ της Ελληνικής Κυρίαρχης Δημοκρατίας, παρά την αναίρεσή της υπέρ του νόμου, με την υπ' αριθμόν 2/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, παραμένει αθωωτική για εμένα και τον συγκατηγορούμενό μου. Τούτο είναι αληθές πραγματικό και δεν αλλάζει, διότι εάν ο κινήσας την ανωτέρω διαδικασία της υπέρ του νόμου αναιρέσεως της ανωτέρω αθωωτικής αποφάσεως είχε νέα στοιχεία, καταλυτικά των ανωτέρω αθωωτικών, έπρεπε να κινήσει την διαδικασία αναψηλαφίσεως και όχι την επικοινωνιακή της αναιρέσεως υπέρ του νόμου. Αυτά που κρίθηκαν με την ανωτέρω απόφαση για εμένα είναι αληθή και ισχύουν έναντι πάντων. Δηλαδή έχω αθωωθεί τελεσίδικα και αμετάκλητα για το περιλαμβανόμενο στο παρόν  κατηγορητήριο έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων και δεν μπορεί και δεν πρέπει να μου αποδίδεται κατηγορία. Κατά την διάρκεια της ανωτέρω δίκης, με έγγραφα και μάρτυρες απέδειξα την ύπαρξη των 600 δις δολλαρίων, που είναι κατατεθειμένα σε κηδεμονευόμενο λογαριασμό υπέρ της Ελληνικής Κυρίαρχης Δημοκρατίας, πράγμα το οποίον απεδέχθη και απετέλεσε την νομική και πραγματική βάση της ανωτέρω αποφάσεως. Η κατάλυση της εννοίας της ανωτέρω αντικειμενικής υποστάσεως, καθώς νομικώς δεν υπάρχει ούτε υφίσταται ουδέν ψευδές που να παρεστήθη ως αληθές, συμπαρασύρει, ως άμεση λογική και νομική έννοια και συνέπεια, το σύνολο του παρόντος κατηγορητηρίου σε βάρος μου, ήτοι της σύστασης και ένταξης σε εγληματική οργάνωση (187 παρ. 1ΠΚ), της διασποράς ψευδών ειδήσεων (191 ΠΚ), της απάτης (386 1, 3 ΠΚ) με τις επιβαρυντικές περιστάσεις και ποινές του ν. 1608/50, και του ν. 3691/2008, του οποίου το πλέγμα των εκτελεστικών διατάξεων όφειλε να είχε εφαρμόσει τόσον η Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., όσον και το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Οικονομικών), ως αρχές  κατά νόμον και καθ' ύλην αρμόδιες για το θέμα αυτό. Περί του τί είδους έλεγχο έκαναν για τις Διεθνείς Συναλλαγματικές που περιλαμβάνουν τα 600 δις δολλάρια ΗΠΑ αναπτύσσω κατωτέρω. 

 

 ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 184 ΠΚ   

 Σε ό,τι αφορά το άρθρο 184 ΠΚ είναι έγκλημα εξωτερίκευσης ενέργειας και αφηρημένης διακινδύνευσης, ήτοι επέλευση του κινδύνου δεν αποτελεί στοιχείο της τυπικής υπόστασης. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ακόμη κι ενδεχόμενος που συνίσταται στην θέληση του δράστη να διεγείρει δημόσια αόριστο αριθμό προσώπων προκειμένου αυτοί να τελέσουν παράνομες πράξεις.    Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει με οποιονδήποτε τρόπο ότι εγώ δημόσια προκάλεσα ή διήγειρα οποιονδήποτε, οπουδήποτε και καθ' οιονδήποτε χρόνο σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρουμένου από τον νόμο, αφού ουδέποτε είπα, εξέφρασα, δημοσίευσα ή προέτρεψα ή προκάλεσα ή διήγειρα οποιονδήποτε σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη. Αντιθέτως πάντοτε προέτρεπα, καθόσον αφορά την πληρωμή των χρεών των πολιτών, αλλά και των δικών μου και μάλιστα και εγγράφως με την, υπάρχουσα στην παρούσα δικογραφία υπ' αριθμόν 12.653/9-5-2016 Εξώδικη Διαταγή -Εντολή μου, που επιδόθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., στο Δημόσιο, στον Άρειο Πάγο, στην ΤΡΟΪΚΑ, όπου στην σελίδα 17 αυτού δηλώνω: «... Επειδή, δια της παρούσης εξωδίκου Εντολής μου, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΝΟΜΙΜΩΣ ΒΕΒΑΙΩΜΕΝΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, ΣΑΣ ΔΙΑΤΑΖΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΝΤΕΛΛΩ, ΝΑ ΕΙΣΠΡΑΞΕΤΕ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗ, τόσο των βεβαιωμένων εις βάρος μου οφειλών, όσο και εις βάρος όλων των Ελλήνων, από τα περιουσιακά μου στοιχεία, τα οποία συνίστανται α) σε ΕΠΙΤΑΓΗ/ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗ (Περιουσία 1) και β) ΡΕΥΣΤΟ ΧΡΗΜΑ ΜΕΤΡΗΤΑ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ (Περιουσία 2)...». 


ΑΡΝΗΣΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΔΟΛΟΥ

Ο  Ποινικός Κώδικας δίνει, με τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 εδ β΄ τον νομοθετικό ορισμό του ενδεχόμενου δόλου.  

Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά δόλος αποδοχής του ενδεχόμενου, υπάρχει στην περίπτωση που ο δράστης δεν επιδιώκει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέποντας σε κάτι άλλο, προβλέπει ότι η εκπλήρωση της επιδίωξης του θα έχει ενδεχόμενη (πιθανή συνέπεια) την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και παρ’ όλα αυτά προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Ψυχολογικά δηλαδή αποδέχεται την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και με αυτή την έννοια το «θέλει».  

Μορφή όμως υπαιτιότητας (προσωπική δηλαδή στάση του δράστη έναντι του εγκληματικού αποτελέσματος της πράξης του), αποτελεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ και η αμέλεια ή άλλως η έλλειψη προσήκουσας προσοχής, η οποία συνετέλεσε είτε στην μη πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος (καλούμενη τότε αμέλεια «άνευ συνειδήσεως»), είτε στην πρόβλεψή του με τρόπο ανεπαρκή και βουλητικά ελαττωματικό, ώστε λαθεμένα να επικρατήσει στον δράστη η ελπίδα ότι θα το αποφύγει («ενσυνείδητη αμέλεια»). 

 Η τελευταία μορφή της αμέλειας συνορεύει προς τον δόλο, έχοντας –πιο συγκεκριμένα – κοινό με τον ενδεχόμενο δόλο το στοιχείο της πρόβλεψης από τον δράστη του εγκληματικού αποτελέσματος ως δυνατού..

  Για την ακριβή οριοθέτηση του ενδεχόμενου δόλου και κυρίως για τη διάκριση του από την ως άνω εννοιολογικά όμορη έννοια της ενσυνείδητης αμέλειας (διάκριση σημαντικότατη, καθώς οδηγεί στην διαφοροποίηση της αντιστοιχούσας ποινικής ευθύνης), έχουν κατά καιρούς υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες, από τις  οποίες επικράτησε η «θεωρία» της εγκληματικής επιδοκιμασίας» (“Billigungstheorie”), που εισήγαγε στην ελληνική ποινική επιστήμη ο Χωραφάς και την οποία ακολουθεί και ο Ποινικός μας Κώδικας, όπως προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου 27. 

 Σύμφωνα με αυτήν, στην περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου, το εγκληματικό αποτέλεσμα τελεί σε ψυχικό σύνδεσμο προς το εγώ του δράστη, δηλαδή ο δράστης επιδοκιμάζει εκείνο το οποίο η έννομος τάξη αποδοκιμάζει. Πιο συγκεκριμένα, εκδηλώνει την καταφρόνησή του προς τα έννομα αγαθά ερχόμενος σε ενεργή αντίθεση με την έννομη τάξη. Προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της πράξης του, το αποδέχεται και ενεργεί, έστω και αν επέλθει τούτο.

  Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις του ενδεχόμενου δόλου, στην ενσυνείδητη αμέλεια, η διάθεση του δράστη απέναντι στα έννομα αγαθά που επαπειλούνται δεν είναι εχθρική ή αρνητική, αλλά αδιάφορη. Επομένως, όταν με τη στάση του εκδηλώνει απλώς αδιαφορία ή «αφροντιστίαν περί την διαφύλαξιν των εννόμων αγαθών», η συμπεριφορά του δράστη υπάγεται σαφώς στην έννοια της ενσυνείδητης αμέλειας. 

 Η αποδοχή του αξιοποίνου αποτελέσματος από τον δράστη ως καλυπτόμενο από την σχετική επιθυμία αυτού, αποτελεί, την ειδοποιό διαφορά του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, όπου το αποτέλεσμα σαφώς αποκρούεται ως μη επιθυμητό. Ο,τιδήποτε άλλο, πλην της επιδοκιμασίας και αποδοχής του αποτελέσματος, εντάσσεται στην έννοια της εν συνειδήσει αμέλειας, η οποία διαφέρει ακριβώς κατά το ότι ο υπαίτιος δεν αποδέχεται το προβλεφθέν από αυτόν αποτέλεσμα, μάλιστα, πράττει διότι πιστεύει ότι θα το αποφύγει.1 

 Ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια έχουν κοινό το διανοητικό τους συστατικό, δηλαδή την πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος ως ενδεχόμενο (την συνείδηση ενδεχόμενης πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος). Η διάκρισή τους συνιστά ένα από τα λεπτότερα και περισσότερο εριζόμενα ζητήματα του ποινικού δόγματος, αφού το κριτήριο θα πρέπει να αναζητηθεί στην σκοτεινή και δυσδιάκριτη περιοχή της βούλησης της εσωτερικής – προσωπικής, θετικής ή αρνητικής «στάσης» του δράστη απέναντι  στην εξέλιξη των πραγμάτων. 

 Για την  θεμελίωση του ενδεχόμενου δόλου απαιτείται η κατάφαση τόσο του γνωστικού όσο και του βουλητικού στοιχείου. Όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 27 ΠΚ., ο ενδεχόμενος δόλος προϋποθέτει γνώση και θέληση πραγμάτωσης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, όπως γίνεται δε ομοφώνως δεκτό στην θεωρία, η γνώση συμμετέχει ισότιμα με την βούληση στον προσδιορισμό της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και πρέπει να διαπιστώνεται δηλαδή να αποδεικνύεται. 

 Για την κατάφαση ή μη του ενδεχόμενου δόλου τα Δικαστήρια έχουν προβεί σε χρήση των ενδεικτών. Η εισαγωγή των ενδεικτών στο ελληνικό ποινικό δίκαιο πραγματοποιήθηκε με τις μελέτες του Χ. Μυλωνόπουλου: Διαθετικές έννοιες και Ποινικό Δίκαιο ( Υπέρ 1993,243 επ.) και Ενδεχόμενος Δόλος και  Fuzzy Logic ( Ποιν Λογ 2003 , 451), έχοντας ως στόχο να αναδείξει τα εμπειρικά εκείνα δεδομένα, όπως αυτά πηγάζουν από την καθημερινή πραγματικότητα, τα οποία μας βοηθούν να συναγάγουμε τα λογικά εκείνα συμπεράσματα ως προς την πλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης μιας εγκληματικής πράξης .Ειδικά δε ως προς το ζήτημα του ενδεχόμενου δόλου, χρήσιμη είναι η ανάδειξη εκείνων των ενδεικτών – δηλαδή των εμπειρικών εκείνων κριτηρίων- από τα οποία μπορούμε ευλόγως να συμπεράνουμε ότι ο δράστης όντως αποδέχτηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα και αντιστοίχως των ενδεικτών εκείνων που συνεπάγονται τον αποκλεισμό ύπαρξης δόλου στο πρόσωπο του δράστη. 

Σε ό,τι αφορά την μέσω ενδεικτών ανίχνευση του βουλητικού στοιχείου είναι σημαντική η πάγια θέση του γερμανικού Ακυρωτικού, το οποίο αξιώνει από τα δικαστήρια της ουσίας να εξετάζουν προσεκτικά την προσωπικότητα του δράστη καθώς και όλες εκείνες τις περιστάσεις που έπαιξαν ρόλο στην διαμόρφωση του εγκληματικού συμβάντος: «Κατά τούτο, είναι επιβεβλημένη η συνολική εξέταση όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος», επί παραδείγματι «από τον πρότερο βίο του δράστη αλλά και από τις δηλώσεις του πριν από την πράξη, κατά την διάρκεια της ή μετά το πέρας αυτής μπορούν να προκύψουν ενδείξεις για την στάση του σε σχέση με το προστατευόμενο έννομο αγαθό». 

 Έτσι, από την Θεωρία και τη Νομολογία έχουν διαμορφωθεί και χρησιμοποιηθεί ως ενδείκτες και αντενδείκτες στοιχεία, όπως είναι «ο συγκεκριμένος τρόπος επιθέσεως, η ψυχική κατάσταση του δράστη κατά την διάπραξη του εγκλήματος και τα κίνητρά του», η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης  αλλά και η συμπεριφορά του δράστη μετά την τέλεση της πράξης του, πχ το αν καταβάλλει προσπάθειες ανάνηψης του θύματος ή αντιθέτως εξαφάνισης του πτώματος του. Καθοριστική βοήθεια μπορεί να  μας προσφέρει και η λήψη κάποιων αντιμέτρων για την αποφυγή του προβλεφθέντος ως ενδεχόμενου να επέλθει αποτελέσματος, «το μέγεθος και η εγγύτητα του κινδύνου που διαγνώσθηκε από τον δράστη», (άλλως η ιδιαίτερη- υψηλή- επικινδυνότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς), καθώς και το επιχείρημα της “μη νοητής αυτοδιακινδύνευσης”, άλλως της “αμοιβαιότητας του κινδύνου”  του δράστη που εκτίθεται στον ίδιο κίνδυνο επέλευσης του αποτελέσματος με το θύμα. 

 Η έννοια του δόλου συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα εν λόγω δύο στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους, οπότε και δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, από τυχόν παραλείψεις του δράστη για να μεταβάλλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά  ή ελαφρά, αδιακρίτως παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας. Αλλά προσαπαιτείται και διαπίστωση, ότι ο υπαίτιος, κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή, δεν απώθησε από την συνείδηση του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε. 

 Παρά τις διακυμάνσεις της νομολογίας σε περιπτώσεις οι οποίες απασχόλησαν την κοινή γνώμη, λόγω της έκτασης των συνεπειών της αξιόποινης συμπεριφοράς των δραστών, παρατηρείται πλέον παγίωση στις αποφάσεις τόσο των Δικαστηρίων ουσίας, όσο και του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες ορθώς προκρίνεται η εφαρμογή του άρθρου 28 ΠΚ, ήτοι της εξ αμελείας τελέσεως της πράξης, έναντι της εφαρμογής του άρθρου 27 παρ. 1 εδ β ΠΚ, ήτοι της εκ προθέσεως τελέσεως της πράξης με ενδεχόμενο δόλο.   

Κρίνεται, λοιπόν, σκόπιμο και αναγκαίο να εισφερθούν οι σχετικές αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες προκρίθηκε η εφαρμογή της εξ αμελείας τελέσεως της πράξης παρά το γεγονός ότι είχε ασκηθεί δίωξη για την τέλεση της πράξης με ενδεχόμενο δόλο.  

Σημαντικό νομολογιακό παράδειγμα για να τεθεί φραγμός στη νομολογιακή έξαρση περί εφαρμογής του ενδεχόμενου δόλου υπήρξε απόφαση σε Συμβούλιο του ΑΠ 1661/2004 (ΠοινΧρ 2005.328), το οποίον αναίρεσε το υπ' αριθμόν 88/2003 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου ως προς τις παραπομπές για ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως στην υπόθεση του πλοίου ΣΑΜΙΝΑ για έλλειψη αιτιολογίας τονίζοντας ότι ο ενδεχόμενος δόλος «… συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος, που είναι ισότιμα και στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν παραλείψεις του δράστη ή ελλείψεις ενός πράγματος …». Απαιτείται δε επιπλέον και η «…. η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε…». Αναιρέθηκε δε το προσβαλλόμενο βούλευμα γιατί δεν υπήρχε αιτιολογία ως προς το βουλητικό στοιχείο του ενδεχόμενου δόλου που κατά τον ΑΠ δεν μπορεί να καταφαθεί. «… όταν δεν προκύπτει κάποιο λογικό κίνητρο του υπαίτιου προς διάπραξη ενός σοβαρού εκ δόλου εγκλήματος (δηλαδή η επιδίωξη κάποιου σημαντικού σκοπού για τον οποίο δράστης συμβιβάζεται με την πραγμάτωση του κινδύνου) ή όταν ο δράστης καθίσταται και ο ίδιος εν δυνάμει θύμα της σχετικής εγκληματικής πράξης ή παράλειψης …». 

 Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η απόφαση σε Συμβούλιο του ΑΠ 601/2008 (Ποιν.Δικ.2008,1393), αναφορικά με το αυτοκινητικό ατύχημα στα Τέμπη, το οποίο και αναίρεσε το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμόν 326/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας λόγω ελλιπούς αιτιολογίας. Ως προς τον ενδεχόμενο δόλο του Προέδρου του ΔΣ και του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας που ήταν υπεύθυνη για τη μεταφορά του φορτίου του μοιραίου φορτηγού που συγκρούσθηκε με σχολικό λεωφορείο (και δη για την υπερφόρτωση του οχήματος), χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η παραδοχή ότι «…οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη της διατάραξης της συγκοινωνίας, καθόσον γνώριζε ο καθένας από αυτούς ως ενδεχόμενο ότι από τις παραλείψεις του η οδήγηση του συρμού και η μεταφορά του φορτίου με τον συγκεκριμένο τρόπο θα καθιστούσε την συγκοινωνία πολύ επικίνδυνη..» και ότι «...αποδέχθηκαν δε ένα τέτοιο κίνδυνο με την έννοια ότι συγκατατέθησαν και επέτρεψαν την εκτέλεση του μοιραίου για τους  21 μαθητές δρομολογίου…», δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση  του ενδεχόμενου δόλου τους. Δηλαδή, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου του ΑΠ, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του ενδεχόμενου δόλου μόνον η αναφορά του υποτιθέμενου ιδιοτελούς σκοπού, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές δυσμενείς συνέπειες στην εταιρία των κατηγορούμενων εξαιτίας του ατυχήματος. Επανέρχεται δε η άποψη, ότι το στοιχείο της αποδοχής στον ενδεχόμενο δόλο δεν προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας με τον οποίο προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε ότι ο δράστης προχώρησε σε αυτό, παρότι προείδε αυτό ως πιθανό, αλλά καθορίζεται από το ότι κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή ο υπαίτιος δεν απώθησε από την συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψε και έτσι αποδέχθηκε. Αναφέρεται χαρακτηριστικά «...Στην περίπτωση, δηλαδή, του ενδεχόμενου δόλου πρέπει για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, λογικό κίνητρο του υπαιτίου προς διατάραξη του εγκλήματος και δεν αρκεί η αναφορά της πιθανότητας με την οποία ο δράστης προέβλεψε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ως ενδεχόμενη συνέπεια της πράξεώς του, ούτε η αναφορά ότι ο δράστης παρά την ανωτέρω πρόβλεψή του, προχώρησε στην τέλεση της πράξεως (ενέργεια ή παράλειψη), χωρίς να λάβει υπόψη του την ανωτέρω πρόβλεψη…. Επί τη βάσει των προδιαληφθέντων, δεν συντρέχει περίπτωση ενδεχόμενου δόλου, όταν δεν δύναται, κατ’ αντικειμενική κρίση να καταφαθεί και το βουλητικό στοιχείο προθέσεως, όπως συμβαίνει όταν δεν προκύπτει οιονδήποτε λογικόν  κίνητρον   του υπαιτίου προς διάπραξιν ενός εκ δόλου εγκλήματος … Δηλαδή επιδίωξη κάποιου σημαντικού σκοπού για χάρη του οποίου ο δράστης συμβιβάζεται με την πραγμάτωση του κινδύνου, όταν μάλιστα ο τελευταίος είναι σημαντικός όταν δηλαδή το έγκλημα είναι σοβαρό…» 

 Ιδιαίτερης σημασίας είναι το υπ' αριθμόν 2311/2009 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (ΝΟΜΟS) που αφορά στο αεροπορικό ατύχημα της ετιαρίας HELLIOS αφού δέχθηκε ότι : «…. Ως προς την κατηγορία της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά από τα οποία να τεκμαίρεται  το βουλητικό στοιχείο του ενδεχόμενου δόλου αυτών των κατηγορούμενων, δηλαδή η αποδοχή από αυτούς του εγκληματικού αποτελέσματος, και ειδικότερα ότι είχαν εναργή στην συνείδησή τους την παράστασή του και δεν την απώθησαν από την συνείδησή τους, αλλά επιδοκίμασαν  αυτό το αποτέλεσμα κα το αποδέχθηκαν, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτό το στοιχείο δεν τεκμαίρεται μόνον από την μεγάλη πιθανότητα επέλευσης του αξιόποινου αποτελέσματος ως συνέπεια των παραλείψεων των κατηγορούμενων, αλλά πρέπει να υπάρχουν και ενδείκτες  αυτής της αποδοχής.   Ομοίως 334/2004 ΜΟΔ Αθ. ΠοινΔικ2005, 173, Υπόθεση RICOMEX «… Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε δόλια προαίρεση των κατηγορουμένων, υπό την μορφή του ενδεχόμενου δόλου. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι προέβλεψαν την κατάρρευση του κτιρίου της Ricomex AE, ως ενδεχόμενη συνέπειεα των ως άνω πλημμελών κατασκευών και προέβησαν σε αυτές και αν επερχόταν η κατάρρευση του κτιρίου …». Όμως, τέτοιο ενδείκτη δεν αποτελεί στην συγκεκριμένη περίπτωση η συστηματική επιδίωξη της εταιρείας και κατ’ επέκταση, και των τριών πρώτων κατηγορουμένων, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κερδοφορία με το μικρότερο δυνατό οικονομικό κόστος σε βάρος ακόμα και του τομέα της ασφάλειας των πτήσεων, που δημιούργησε πλημμέλειες σχετικές με την λειτουργία της εταιρείας ….» «… Αυτός ο τρόπος λειτουργίας της, ως εταιρείας , χαμηλού κόστους , που προέτασσε την επιδίωξη της μεγαλύτερης δυνατής ανταγωνιστικότητάς της ως πρώτη προτεραιότητα της εταιρείας  σε σχέση με την ανάπτυξη του τομέα ασφάλειας, με τον οποίο η εταιρεία εξοικονομούσε σημαντικά χρηματικά ποσά …. ο ιδιοτελής σκοπός τους της επίτευξης μεγαλύτερου κέρδους δεν κρίνεται ότι ήταν ικανός να ωθήσει να συγκατατεθούν, έστω και με την εκδοχή του συμβιβασμού σε ένα τέτοιο εγκληματικό αποτέλεσμα, αφού το κέρδος αυτό προδιαγραφόταν υποδεέστερο των σοβαρών συνεπειών του συγκεκριμένου αποτελέσματος, δηλαδή του κινδύνου της αποστέρησης της προσωπικής ελευθερίας καθώς και του αφανισμού της περιουσίας τους και της διακοπής της λειτουργίας της εταιρείας  και αντίκειται στην λογική έμφρονων ανθρώπων να επιλέξουν μία καταστροφική γι’ αυτούς συμπεριφορά έναντι κάποιου πρόσκαιρου κέρδους. 

 Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και το υπ’ αριθμόν 9/2012 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών  Νάξου (αδημοσίευτη, υπόθεση SEA DIAMOND), σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι «… δεν είχαν λογικά όφελος ή άλλο κίνητρο να συντελέσουν με πρόθεση στην πραγμάτωση του κινδύνου της διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας. Και τούτο διότι η διευθέτηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς θα ζημίωνε ιδιαίτερα τον καθένα από αυτούς στην σφαίρα της επαγγελματικής δραστηριοποίησής του, ενώ από πλευράς της διαχειρίστριας CORE MARITIME LTD η δυσφήμηση της εταιρείας, αλλά και οι οικονομικές επιπτώσεις από την επέλευση του κινδύνου θα ήταν τεράστιες και δυσανάλογες οποιουδήποτε άλλου υποθετικού οικονομικού κινήτρου. 

 Στην υπό κρίση περίπτωση από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι γνώριζα και θέλησα  να συγκροτήσω ή να ενταχθώ ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) που να επιδιώκει την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων. 

 Συγκεκριμένα η από μέρους μου αποδοχή του κινδύνου, που κατά το κατηγορητήριο προκλήθηκε από τη φερόμενη κατηγορία, του άρθρου 187 ΠΚ δεν στοιχειοθετείται ούτε αντικειμενικά ούτε υποκειμενικά στο πρόσωπό μου, όπως  περιγράφεται στο κατηγορητήριο. 

 Στο πρόσωπό μου δεν μπορεί, επίσης, να διαγνωσθεί ο οποιοσδήποτε ιδιοτελής οικονομικός ή άλλος σκοπός για την πρόκληση των ανωτέρω αδικημάτων, αφού, ελαυνόμενος από την αγάπη μου προς την Πατρίδα και τους Έλληνες, απευθύνθηκα από την αρχή (έτος 2012), όχι σε κάποιο ανύπαρκτο αριθμό προσώπων για να συστήσω και να ενταχθώ σε εγκληματική οργάνωση, αλλά στους Θεσμούς της Πατρίδας μου, δηλαδή στην Κυβέρνηση, στον Πρωθυπουργό, στον Υπουργό Οικονομίας, στον Πρόεδρο της Βουλής, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Άρειο Πάγο, στην Τρόϊκα, στην Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., με τον πιό φανερό, δημόσιο και επίσημο τρόπο, δηλαδή με έγγραφα, συγκεκριμένες προτάσεις για την δανειοδότηση του Ελληνικού Κράτους με σκοπό την αποπληρωμή του προς τους ξένους χρέους, την αποπληρωμή των χρεών όλων εν γένει των Ελλήνων προς το Κράτος και τους Φορείς αυτού και προς τις Τράπεζες. Τίποτε δεν έκανα εν κρυπτώ, και όλα όσα έκανα ήταν δημόσια και με δική μου βούληση περιήρχοντο σε γνώση όλων των ανωτέρω Φορέων με έγγραφο τρόπο και με τα συνοδεύοντα αποδεικτικά στοιχεία, πράγμα που δεν συνάδει ούτε συνηγορεί σε εγκληματική δραστηριότητα, πολυ δε περισσότερο σε συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. 


                                                            ...//...









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΕΤΟΣ 1926 ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΑΤΟΛΗΣ 35.000.000 ΧΡΥΣΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΦΡΑΓΚΑ- Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΕΝ ΧΑΝΕΙ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ

ΤΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΟΤΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΜΕΣΗΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΗΛΙΚΕΣ ;

ΤΑ Ναυπηγεία Σκαραμαγκά (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ) ΕΓΙΝΑΝ ΜΕ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΜΕΤΟΧΕΣ ΤΡ.ΑΝΑΤΟΛΗΣ